- δεκανούς
- δεκανόςdecuriomasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκανικός — ή, ό (AM δεκανικός, ή, όν) [δεκανός] νεοελλ. χημ. φρ. «δεκανικόν οξύ» είδος κεκορεσμένου λιπαρού οξέος αρχ. μσν. αστρολ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δεκανό ή στους δεκανούς μσν. το ουδ. ως ουσ. το δεκανικόν εκκλησιαστικό δεσμωτήριο αρχ. το… … Dictionary of Greek
λειτουργός — ο, η (AM λειτουργός, ὁ) 1. αυτός που επιτελεί έργο κοινής ωφέλειας, αυτός που ασκεί λειτούργημα («δικαστικός λειτουργός») 2. ιερουργός, κληρικός νεοελλ. φρ. α) «κοινωνικός λειτουργός» κοινωνικό όργανο που έχει αποστολή την προστασία και παροχή… … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek